κνισώ — κνισῶ, άω και όω (Α) [κνίσα] 1. γεμίζω έναν τόπο με οσμή από κνίσα 2. εξατμίζω (α. «τὸν μάγειρον δὲ τὸν ζωμὸν κνισῶσαι», Λουκιαν. β. «ὑπεροπτώμενος ὁ ἰχθὺς κνισοῡται καὶ ἀφανίζεται», Αλέξ. Αφρ.) 3. παθ. κνισοῡμαι, όομαι α) αναδίδω κνίσα… … Dictionary of Greek
κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το … Dictionary of Greek
ακνίσωτος — ἀκνίσωτος, ον (Α) αυτός που δεν έχει τη χαρακτηριστική οσμή που προέρχεται από τις θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κνισωτὸς < κνισῶ*] … Dictionary of Greek
κνίζω — (AM κνίζω) νεοελλ. προκαλώ κνησμό, ερεθίζω το δέρμα μσν. αρχ. 1. ξύνω 2. πληγώνω, κεντώ, κάνω αμυχή αρχ. 1. (για έρωτα ή άλλα αισθήματα) πειράζω, ερεθίζω (α. «τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἐκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως», Ηρόδ. β. «μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ»,… … Dictionary of Greek
συγκνισώ — όω, Α (μόνον το παθ.) συγκνισοῡμαι, όομαι μαγειρεύομαι μαζί με κάτι άλλο σε κλειστό σκεύος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κνισῶ «γεμίζω με οσμή από κνίσα» (< κνῖσα)] … Dictionary of Greek